κλοπαί

κλοπαί
κλοπή
theft
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλοπαίας — κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem acc pl κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίων — κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen fem gen pl κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίως — κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen adverbial κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίαν — κλοπαί̱ᾱν , κλοπαῖος stolen fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίου — κλοπαί̱ου , κλοπαῖος stolen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδομαρτυρία — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν [ψευδομαρτυρῶ] 1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση τής αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”